Πριν από λίγες μέρες ξαναδιάβασα το βιβλίο «Το Σαββατοκύριακο» του Bernhard Schlink. Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Φιλοσοφίας του Δικαίου στο πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου και δικαστής ο συγγραφέας, στο έργο του ασχολείται με θέματα δικαίου, ηθικής και με τις πληγές της σύγχρονης Γερμανίας.
Ο ήρωας στο «Σαββατοκύριακο», παλιό μέλος της Μπάαντερ – Μάινχοφ με τέσσερις φόνους στο ενεργητικό του, πήρε χάρη έπειτα από 22 χρόνια στη φυλακή -κάποια από αυτά- σε σκληρές συνθήκες και, μια Παρασκευή, τον περιμένει στις 7 το πρωί έξω από τη φυλακή η αδερφή του, προκειμένου να περάσει το πρώτο του σαββατοκύριακο ελευθερίας στο ήσυχο εξοχικό της, παρέα με τους παλιούς τους φίλους.
Ο Γιοργκ, ο ήρωας, εμφανίζεται να μην μπορεί να εξηγήσει ακριβώς πώς έχει περάσει τη ζωή του. Μέλος της συμμορίας, δολοφόνος, στην παρανομία και, στη συνέχεια, στη φυλακή. Δυσκολεύεται να πει στους παλιούς του φίλους ότι ζήτησε χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας επειδή έχει καρκίνο του προστάτη κι όχι επειδή πιστεύει ότι θα είναι χρήσιμος στη συνέχιση του ένοπλου αγώνα, όπως θέλουν να τονίζουν οι φίλοι του. Παρακολουθεί παθητικά τη σύνταξη και δημοσίευση ενός αγωνιστικού κειμένου που έχουν συντάξει άλλοι, γεγονός που κάνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να απαντήσει με ένα μήνυμα που, ουσιαστικά, τον ρεζιλεύει (τον ήρωα). Αδυνατεί να απαντήσει στον γιο του όταν εξαπολύει ένα κατηγορώ λέγοντάς του: «(…) Είχατε πιει τόσο πολύ που δολοφονούσατε μέσα στην ομίχλη του μεθυσιού; Τους γνωρίζω όλους, και τα παιδιά εκείνης της γυναίκας και του αστυνομικού και του διευθυντή της τράπεζας και του προέδρου. Θέλουν να μάθουν πώς το σκέφτηκες και ο γιος του προέδρου θέλει επιτέλους να μάθει τι έκανες, τι κάνατε, ποιος από σας δολοφόνησε τον πατέρα του. Το καταλαβαίνεις αυτό;».
Και, σε άλλο σημείο ο γιος: «Είσαι ανίκανος να πεις την αλήθεια και να πενθήσεις, έτσι ήταν και οι ναζί. Δεν είσαι ούτε μια στάλα καλύτερος από δαύτους –ούτε όταν δολοφονούσες ανθρώπους που δε σου είχαν φταίξει σε τίποτε, ούτε κατόπιν όταν δεν κατάλαβες τι είχες κάνει. Είχατε θυμώσει με τη γενιά των πατεράδων σας, με τη γενιά των δολοφόνων, αλλά γίνατε κι εσείς ακριβώς ίδιοι.».
Ο ήρωας προσπαθεί να μιλήσει στους φίλους του για τον αγώνα που «αναλάβαμε και δεν μπορούσαμε να τον φέρουμε σε πέρας με επιτυχία, επομένως θα έπρεπε να μην τον αναλάβουμε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να αγωνιστούμε.». Προσπαθεί να τους πείσει ότι το έκαναν για το Βιετνάμ, για τα παιδιά της Αφρικής, για το θρασύ κράτος που δείχνει το απαίσιο προσωπείο της εξουσίας. Εκείνοι τον κοιτάζουν με απορία, καθώς τα λόγια του μοιάζουν εντελώς παρωχημένα, αχνά και κιτρινισμένα απομεινάρια μιας εποχής πριν από 25-30 χρόνια. Νιώθει ότι κανείς δεν τον καταλαβαίνει κι ότι όλοι θέλουν να τον καπελώσουν.
Δεν ξέρω πώς περνούσε στις άδειές του ο Χριστόδουλος Ξηρός, μένοντας στο εξοχικό σπιτάκι της Νέας Καλλικράτειας στη διάρκεια των αδειών που του χορηγούσε γενναιόδωρα μια Δικαιοσύνη που, κατά τον ίδιο, «έλαμψε μεταπολεμικά αθωώνοντας συλλήβδην τους δωσίλογους ταγματασφαλίτες - μαυραγορίτες και κάθε λογής συνεργάτες των κατακτητών από τη μία, στέλνοντας χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές, στις εξορίες και στο εκτελεστικό απόσπασμα από την άλλη». Άραγε δέχτηκε αμφισβήτηση; Τον έφεραν αντιμέτωπο με τις πράξεις του; Ένιωσε έστω και για ένα λεπτό αμηχανία, λύπη, τύψεις;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Χριστόδουλος Ξηρός έχει έναν δικηγόρο ο οποίος τον δικαιολογεί, του δίνει άλλοθι, τον νομιμοποιεί ηθικά στη διάπραξη έκνομων ενεργειών. Σε αντίθεση με τον δικηγόρο και φίλο του ήρωα του «Σαββατοκύριακου», ο οποίος, εντελώς αποστασιοποιημένος από τον πελάτη του, λέει: «Αν δε σου ταιριάζει η κοινωνία, μπορείς να πας σε μοναστήρι ή στην Προβηγκία να γίνεις μελισσοκόμος ή στις Εβρίδες να φυλάς πρόβατα. Αυτό δεν είναι λόγος να σκοτώνεις κόσμο»…
Αλλά, θα μου πεις, αυτοί είναι βελανιδοφάγοι και δεν ξέρουν τι εστί χιούμορ, όπως ο Χριστόδουλος Ξηρός, για τον οποίο, σύμφωνα με δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας στις 11/11/2006, οι περισσότεροι μάρτυρες υπεράσπισής του κατέθεσαν ότι «είναι γνωστό πειραχτήρι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου